Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νετάρω [netáro] Ρ6α μππ. νεταρισμένος : 1.(λαϊκ.) αποτελειώνω μια δουλειά, τακτοποιώ μια υπόθεση· ξεμπερδεύω: Nετάραμε με το ξεφόρτωμα / με τη δουλειά. || απαλλάσσομαι από μια υποχρέωση: Nετάρισα με το στρατό, ξόφλησα. 2. (λαϊκ.) α. εξαντλώ κτ., μου τελειώνει κτ.: Tα νετάραμε τα λεφτά. β. (μτφ.) συντελώ στην οριστική καταστροφή κάποιου, τον αποτελειώνω: H μορφίνη τον νέταρε / τον νετάρισε. 3. (φωτογρ.) ρυθμίζω το φακό της μηχανής με τέτοιον τρόπο, ώστε να καθαρίσω μια θολή εικόνα.
[βεν. netar -ω (ιταλ. nettare)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νετάρω.
-
- Τελειώνω κ.· τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, διατυπώνω οριστικά:
- (Σεβήρ., Σημειώμ. 21).
[<βεν. netar. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Τελειώνω κ.· τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, διατυπώνω οριστικά: