Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεσεσέρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεσεσέρ το [nesesér] Ο (άκλ.) : 1.μικρή, συνήθ. δερμάτινη, θήκη με τα απαραίτητα σύνεργα: α. για την περιποίηση των χεριών, του προσώπου κτλ. β. για το ράψιμο. 2. θήκη με διάφορα εργαλεία για μικροεπισκευές.

[λόγ. < γαλλ. nécessaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες