Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νερώνω [neróno] -ομαι Ρ1 : προσθέτω νερό σε ένα υγρό, για να το νοθεύσω ή για να ελαττώσω τη δύναμή του: ~ το γάλα / τη βενζίνη / το κρασί. Πίνει λίγο ούζο κι αυτό νερωμένο.
[νερ(ό) -ώνω]