Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νερόν το· νερό.
-
- 1)
- α) Νερό πόσιμο, τρεχούμενο:
- τρέχω εις το νερόν και πίνω και χορταίνω (Προδρ. IV 134· Ch. pop. 24)·
- β) (σε μεταφ.) προκ. για τα γράμματα, γνώσεις:
- να τρέξει το νερόν εκείν’ οπού δροσίζει τον νουν του κάθε ανθρώπου (Ιστ. Βλαχ. 2219)·
- γ) (σε μεταφ. όπου δηλώνεται έντονο συναίσθημα, κατάσταση, κλπ.):
- Καρβουνιστιά έχω στην καρδιά, νερό θε να τη σβήσω (Ερωτόκρ. Γ́ 521)·
- νερό τρεχάμενο στα λόγια 'ν’ η γυναίκα (Ριμ. κόρ. 762)·
- δ) (θρησκ. προκ. για αγίασμα, κλπ.):
- (Μαχ. 343)·
- να φέρει ο γεριάς νερά άγια εις αγγό πήλινο (Πεντ. Αρ. V 17).
- α) Νερό πόσιμο, τρεχούμενο:
- 2)
- α) Προκ. για θάλασσες, ποτάμια, κ.τ.ό. (συν. στον πληθ.):
- να μη μας ρίξουν τα νερά 'ς κανένα ρημονήσι (Γαδ. διήγ. 166)·
- έκλινεν ο Ααρών το χέρι του ιπί τα νερά της Αίγυφτος (Πεντ. Έξ. VIII 2· Διγ. Esc. 631)·
- (σε παροιμ. χρ.):
- χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι πώς είναι δυνατό τωνε να 'χουσι ζήσης χάρη; (Ερωτόκρ. Ά 489)·
- β) το υγρό στοιχείο της φύσης·
- (εδώ πριν και κατά τη Δημιουργία):
- (Λίμπον. 3)·
- άνεμος του Θεού αναπετάει ιπί πρόσωπα των νερών (Πεντ. Γέν. I 2).
- (εδώ πριν και κατά τη Δημιουργία):
- α) Προκ. για θάλασσες, ποτάμια, κ.τ.ό. (συν. στον πληθ.):
- 3) (Συνεκδ.) προκ. για πηγή ή υδραγωγείο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2342)·
- οι Τούρκοι επήρανε το νερό τους οπού ήτονε όξω του κάστρου (Χρον. σουλτ. 9929).
- 4) Στον πληθ.
- α) η θάλασσα που περικλείει έναν τόπο:
- ήλθαν εις τα νερά της Κύπρου β́ κάτεργα (Μαχ. 921)·
- β) η θαλάσσια έκταση που βρίσκεται στην επικράτεια, στη δικαιοδοσία κάπ.:
- στου βασιλέως τα νερά να μην μπορού να μείνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57416).
- α) η θάλασσα που περικλείει έναν τόπο:
- 5) (Συνεκδ.)
- α) βροχή:
- αστραπές και βρονταί και πλήθος νερού (Byz. Kleinchron. Á 51141)·
- (σε είδος σύστ. αντικ.):
- έβρεξε νερό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20616)·
- β) πλημμύρα:
- πείνες, θανατικά, νερά, φωτιές εξουρανόθεν (Αχέλ. Πρόλ. 3)·
- (προκ. για το βιβλικό κατακλυσμό):
- (Πεντ. Γέν. VI 17).
- α) βροχή:
- 6) Προκ. για τη δροσιά (της πάχνης):
- (Ιστ. Βλαχ. 2340).
- 7) Προκ. για τα δάκρυα (σε μεταφ.):
- Το νερόν των αμματιών μου εμποδίζει το καμίνιν (Κυπρ. ερωτ. 11826· Λίμπον. 88).
- 8) Ο χυμός φυτών ή καρπών, κλπ., οπός:
- το ξύλο το χλωρό την ώραν απ’ αρχίζει να καίγεται … το νερό στραγγίζει (Πανώρ. Έ 102· Ορνεοσ. 5822).
- 9) Το υγρό που μαζεύει το πόδι ζώου από κάπ. τραύμα:
- διά το … κάρφωμαν εμπήκε νερόν και το κτηνόν ελαβώθην (Ασσίζ. 1818).
- 10) (Ναυτ.) ?:
- Εξάρτια του νερού (Καραβ. 50229).
- Εκφρ.
- 1) Άλαλον νερό(ν), βλ. άλαλος 2.
- 2) Νερά δικάσιμου = «ύδωρ αντιλογίας» (Π.Δ. Αρ. 20, 1-13):
- (Πεντ. Αρ. XX 13), (XXVII 14).
- Φρ.
- 1) Θερίζω νερόν = ματαιοπονώ:
- (Κυπρ. ερωτ. 368).
- 2) Κάνω νερό, βλ. κάμνω Φρ. 75.
- 3) Κτίζω εις το νερόν, βλ. κτίζω 1φρ. (β).
- 4) Κτυπώ νερόν εις το μουρτάρι, βλ. κτυπώ Φρ. 2.
- 5) Παίρνει το κουπί μου νερό, βλ. κουπί(ο)ν.
- 6) Σηκώνω νερόν = (προκ. για εφοδιασμό πλοίων) προμηθεύομαι πόσιμο νερό:
- (Μαχ. 27412).
- 7) Σκορπίζω άλας και νερόν = διαλύω, αποφεύγω τη φιλία κάπ.:
- (Κυπρ. ερωτ. 1478).
- 8) Σύρνω νερά = (προκ. για τόπο) είμαι βαλτώδης:
- (Αχιλλ. L 1194).
- 9) Το νερόν πάγει και ο άμμος μεινίσκει, βλ. άμμος 1.
- 10) Χερέα νερόν πνίγει με = «πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό», θορυβούμαι, ταράζομαι από ασήμαντη αφορμή:
- (Γλυκά, Αναγ. 28).
- Η λ. σε τοπων.:
- (Πορτολ. Β 3620, 4330).
[<παλαιότ. ουσ. νηρόν (6. αι.) <ουδ. του μτγν. επιθ. νηρός (<αρχ. νεαρός) ως ουσ. (αντί νηρόν ύδωρ). Ο τ. και σήμ. Η λ. τον 6. αι.]
- 1)