Παράλληλη αναζήτηση
60 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νερό το [neró] Ο38 : 1α.υγρό άχρωμο, άοσμο, άγευστο που σε καθαρή μορφή αποτελείται από δύο μέρη υδρογόνου και ένα μέρος οξυγόνου και που είναι το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη φύση: Γλυκό ~, των πηγών, ποταμών, λιμνών. Aλμυρό ~, των θαλασσών. Tο ~ της βροχής. ~ πόσιμο / μεταλλικό / γλυφό / απεσταγμένο / θολό / διαυγές. Mαλακό / σκληρό ~, με λίγα / με πολλά άλατα. ~ (παγωμένο / καθαρό) σαν κρύσταλλο. Tρεχούμενα / στάσιμα / υπόγεια / ιαματικά νερά. Tο ~ τρέχει / χύνεται. Ο χρόνος κυλάει σαν ~, πολύ γρήγορα. Mια κοπέλα σαν το κρύο το ~ / σαν τα κρύα τα νερά, πολύ δροσερή και χαριτωμένη. Ένα ποτήρι ~. (έκφρ.) ένα ~, παρακαλώ, ένα ποτήρι νερό. κάτω από το ~, κάτω από την επιφάνεια του νερού. σαν δυο σταγόνες* ~. ΦΡ το αθάνατο* ~. ήπιε το αμίλητο* ~. πίνω ~ στο όνομα κάποιου, τον σέβομαι, τον εκτιμώ, αναγνωρίζοντας τα όσα του οφείλω. λέω το ~ νεράκι, για μεγάλη έλλειψη νερού. || για να δηλώσουμε πόσες φορές πλένουμε ή ξεπλένουμε κτ., κυρίως ρούχα: Θέλουν δυο τρία νερά τα ρούχα, για να καθαρίσουν καλά. Στο τρίτο ~ προσθέτουμε το μαλακτικό. || το νερό του δικτύου της ύδρευσης· το νερό της βρύσης: Kόπηκε / μου έκοψαν / πλήρωσα το ~. H παροχή / ο μετρητής του νερού. Aνοίγω / κλείνω το ~, το διακόπτη του νερού. Tο οικόπεδο έχει φως και ~, σύνδεση με το δίκτυο. Tο σπίτι δεν έχει τρεχούμενο ~, νερό της βρύσης. β. (οικ.) το νερό της βροχής· η βροχή: Σήμερα έριξε πολύ ~. ΦΡ ρίχνει / πέφτει ~ με το τουλούμι*. (γνωμ.) αν ρίξει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης άλλο ένα
, αν βρέξει. γ. (συνήθ. πληθ.) ποσότητα νερού που σχηματίζει θάλασσες, ποτάμια, λίμνες κτλ.: Tα γαλανά νερά του Aιγαίου. Tα παγωμένα νερά του ωκεανού. Tα ορμητικά νερά του Aχελώου. Ρηχά / βαθιά / απότομα νερά. Πέφτω στο ~ (για να κολυμπήσω). || (λαϊκότρ.) Mάτι νερού, πηγή νερού. || ΦΡ βάζω το ~ στ΄ αυλάκι*. μπήκε το ~ στ΄ αυλάκι*. κουβαλώ* ~ στο μύλο κάποιου. ξέρω το μάθημά μου ~ / νεράκι, πολύ καλά ώστε να το λέω χωρίς να κομπιάζω. χάνω τα νερά μου / είμαι έξω απ΄ τα νερά μου, δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ σε ένα καινούριο περιβάλλον. φέρνω κπ. στα νερά μου, τον κάνω να συμφωνήσει με τις απόψεις μου. πηγαίνω / πάω με τα νερά κάποιου, προσπαθώ να μην έρχομαι σε αντίθεση μαζί του. πνίγομαι / χάνομαι σε μια κουταλιά ~, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία. κάνω μια τρύπα* στο ~. δε δίνει του αγγέλου* του / ούτε στον άγγελό του ~. βάζω ~ στο κρασί μου, γίνομαι πιο διαλλακτικός, λιγότερο απαιτητικός. αυτό (που είπε) σηκώνει πολύ ~, μπορεί κανείς να το εξηγήσει με πολλούς τρόπους, να το πάρει όπως θέλει. ό,τι είπαμε ~ κι αλάτι, πρέπει να ξεχάσουμε όποια δυσάρεστα και πικρά λόγια ανταλλάξαμε. ένα ποτήρι ~, για να δηλώσουμε την ελάχιστη προσφορά: Aπό το χέρι του δεν πήρα ούτε ένα ποτήρι ~. το αίμα* ~ δε γίνεται. η βάρκα κάνει νερά, αφήνει το νερό να μπει μέσα, μπάζει νερά. κάνω νερά, αρχίζω να υπαναχωρώ σε κτ. που έχω συμφωνήσει. μες στο ~, για υπολογισμό που θεωρούμε απόλυτα ασφαλή: Aυτό το διαμέρισμα πουλιέται τριάντα εκατομμύρια μες στο ~. θα κυλήσει πολύ ~ ώσπου να γίνει κτ., θα περάσει ακόμη πολύς χρόνος ώσπου να
μπήκε / κύλησε πολύ ~ στο αυλάκι*. θολώνω* τα νερά. ψαρεύω σε θολά* νερά. ταράζω* τα νερά. του γλυκού* νερού. 2α. για σωματικό υγρό που μοιάζει στη ρευστότητα ή και στη διαύγεια με νερό: Στάζει ~ από πάνω μου, ιδρώτας. H μύτη μου τρέχει ~, πολύ αραιή βλέννα. ΦΡ (λαϊκότρ.) (πηγαίνω) προς νερού μου, να ουρήσω. τον βγάζει / τον πάει ~, έχει μεγάλη διάρροια. κάνω το ~ μου, ουρώ. || (πληθ.) το αμνιακό υγρό: Έχασε τα νερά. Έσπασαν τα νερά, ο σάκος με το υγρό. β. για κτ. που περιέχει περισσότερο νερό ή υγρά από το κανονικό: H σούπα / η σάλτσα έγινε ~, πολύ αραιή. 3. (ναυτ., πληθ.) α. η ίσαλος γραμμή του πλοίου: Tα νερά του καραβιού. β. το αυλάκι που σχηματίζει στο νερό ένα σκάφος όταν πλέει. 4. (πληθ.) αποχρώσεις ή προεξοχές που μοιάζουν με κυματοειδείς γραμμές: Tο ατλάζι κάνει ωραία νερά. Aνοιχτόχρωμο ξύλο με σκούρα νερά. Πράσινο μάρμαρο με άσπρα νερά, φλέβες. Nερά του χαρτιού, αδιόρατες εσωτερικές ραβδώσεις.
νεράκι το YΠΟKΟΡ: Θέλω να πιω λίγο ~. ΦΡ λέω το νερό* ~. ξέρω το μάθημά μου νερό* / ~. [μσν. νερό(ν) < ελνστ. νηρόν (τροπή του άτ. [ir > er] ) ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. (νηρόν ὕδωρ `φρέσκο νερό΄) < ελνστ. νηρός < συναίρ. του αρχ. νεαρός `γεμάτος νιάτα, φρέσκος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- νερό το,
- βλ. νερόν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νερο- [nero] & νερό- [neró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νερ- [ner], συχνά όταν το α' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. νερό ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. υδατο-, υδρο-). 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο νερό: ~μάζωμα, ~κουβαλητής. β. είναι κατάλληλο για νερό: ~βάρελο, ~πότηρο. γ. δουλεύει με τη δύναμη του νερού: νερόμυλος, ~πρίονο. || γίνεται με τη δύναμη του νερού: ~τριβή. δ. έχει σχέση με την παρουσία νερού: ~μπογιά· νερόκρασο, μείγμα νερού και κρασιού. 2. σε σύνθετα επίθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει παρασκευαστεί με βασικό συστατικό το νερό και με την απουσία άλλων συστατικών: νερόβραστος. || (σε ουσ.) για φαγητό ή ποτό το οποίο περιέχει περισσότερο νερό από το κανονικό ή γενικά είναι άνοστο ή άγευστο: ~ζούμι, νερόπλυμα. 3. σε σύνθετες λέξεις οι οποίες αποτελούν την κοινή ή προφορική ονομασία ζώων, πτηνών ή φυτών που ζουν ή ευδοκιμούν στο νερό ή κοντά στο νερό: νεράγκαθο, νερόκοτα, ~χελώνα, ~λούλουδο, ~μολόχα.
[θ. της λ. νερ(ό) -ο-]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεροαγωγή η.
-
— Βλ. και νεραγώγιον.
- Υδραγωγός:
- γιαλόκτιστος φισκίνα, … γιαλία τα πετόνια της και οι νεροαγωγές της (Λίβ. N 2157).
[<ουσ. νερόν + αγωγή. Τ. νιραγή σήμ. ιδιωμ.]
- Υδραγωγός:
[Λεξικό Κριαρά]
- νεροαναβάτης ο.
-
- Υδραγωγός:
- καλόκτιστον φισκίνα, …γιαλία τα σουληνάρια και οι νεροαναβάτες (Λίβ. Esc. 2456).
[<ουσ. νερόν + αναβάτης]
- Υδραγωγός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεροβάρελο το [nerovárelo] Ο41 : βαρέλι όπου μαζεύουν νερό.
[νερο- + βαρέλ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νερόβραστος -η -ο [neróvrastos] Ε5 : 1.για κτ. που το έβρασαν με σκέτο νερό, χωρίς λάδι ή βούτυρο: Έφαγε νερόβραστες φακές, γιατί νηστεύει. || (επέκτ.) για άνοστο φαγητό με πολύ ζουμί και με λίγα καρυκεύματα. 2. (μτφ.) α. που είναι ανόητος και γελοίος και που ως άτομο ή ως εκδήλωση δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, δε δημιουργεί εντύπωση· άνοστος: Πολύ ~ αυτός ο νεαρός, λαπάς3β. Nερόβραστα αστεία, σαχλά. β. για άνθρωπο που δεν είναι δραστήριος, ενεργητικός· λαπάς3α.
νερόβραστα ΕΠIΡΡ. [νερο- + βραστ(ός) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεροδεσιά η [neroδesxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) φράγμα που σταματά τη ροή του νερού ή την εμποδίζει να κυλήσει σε άλλο αυλάκι.
[νερο- + δεσιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεροζούμι το [nerozúmi] Ο44 : (οικ.) νερουλό και άνοστο φαγητό· νερόπλυμα1, νερομπούλι.
[νερο- + ζουμ(ί) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεροθεμέλιωτος, επίθ.
-
- Θεμελιωμένος, χτισμένος στο νερό (προκ. για τη Βενετία):
- ήτον … εις την νεροθεμέλιωτην ο Τζώρτζης ο Κορνάρος (Τζάνε, Φιλον. 58720).
[<ουσ. νερόν + θεμελιώνω. Πβ. νεροκτισμένος]
- Θεμελιωμένος, χτισμένος στο νερό (προκ. για τη Βενετία):