Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεροχύτης ο [neroxítis] Ο10 : 1.είδος λεκάνης, μόνιμα προσαρμοσμένης στον τοίχο της κουζίνας, που συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης και που χρησιμεύει για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών: Mαρμάρινος / μεταλλικός ~. ~ από πορσελάνη. Διπλός ~, με δύο γούρνες. Ο ~ βούλωσε. (έκφρ.) την έφαγε ο ~, για γυναίκα που θυσίασε όλες τις φιλοδοξίες και τις ικανότητές της στο νοικοκυριό. 2. (μτφ., μειωτ.) για κπ. που συνηθίζει να κατηγορεί χρησιμοποιώντας χυδαίες εκφράσεις: Aυτός είναι ~ / έχει ένα στόμα νεροχύτη, βόθρο.
[μσν. νεροχύτης < νερο- + χυ- (χύνω) -της]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεροχύτης ο.
-
- Οπή, σωλήνας για τη συγκέντρωση και την αποβολή του νερού:
- Περί νεροχύτου από υψηλόν σπίτι εις χαμηλόν (Βακτ. αρχιερ. 171).
[<ουσ. νερόν + χύνω + κατάλ. ‑της. Η λ. το 15. αι. (Αρμεν. Β́ 479 κώδ. Haenelianus), στο Du Cange (λ. νερόν) και σήμ.]
- Οπή, σωλήνας για τη συγκέντρωση και την αποβολή του νερού: