Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νερουλός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νερουλός, επίθ.
  • Υδαρής:
    • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιδ́ 3 σχόλ).

[<ουσ. νερό + κατάλ. ‑ουλός. Η λ. στο Du Cange (λ. νερόν) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νερουλός -ή -ό [nerulós] Ε1 : 1.που είναι πολύ ρευστός σαν νερό. ANT πηχτός: Nερουλή σούπα. Nερουλό αυγό. ANT σφιχτό. 2. (οικ.) για ιστούς που έχουν χάσει τη συνεκτικότητά τους· πλαδαρός. ANT σφιχτός: Mπούτια / μπράτσα νερουλά.

[μσν. νερουλός < νερ(ό) -ουλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες