Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεροσυρμή η [nerosirmí] Ο29 : (λαϊκότρ.) φυσικό αυλάκι σε κατηφορικό έδαφος, όπου τρέχουν τα νερά της βροχής.
[νερο- + συρμή]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεροσυρμή η.
-
- Φυσικό αυλάκι όπου τρέχει νερό·
- (συνεκδ.) προκ. για ρεύμα ποταμού:
- μια θυμωμένη νεροσυρμή, με δύναμην οπού 'χε κατεβαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [686]).
- (συνεκδ.) προκ. για ρεύμα ποταμού:
[<ουσ. νερό + συρμή. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Φυσικό αυλάκι όπου τρέχει νερό·