Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεραντζιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεραντζιά η [nerandzjá] Ο24 : δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των εσπεριδοειδών και που καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό σε δρόμους, πλατείες κτλ. νεραντζούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. νεραντζέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < νεράντζ(ι) -έα > -ιά· νεραντζ(ιά) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
νεραντζία, νεραντζιά η,
βλ. νεραντζέα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες