Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεράντζι το [nerándzi] Ο44 : ο καρπός της νεραντζιάς, που έχει σφαιρικό σχήμα, χρώμα βαθύ πορτοκαλί και πικρόξινη γεύση: ~ γλυκό, γλυκό του κουταλιού. Mαρμελάδα ~, από νεράντζι.
νεραντζάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό νεράντζι. β. γλυκό του κουταλιού. [μσν. νεράντζι < ναράντζι ( [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ) < *ναράντζιον υποκορ. του βεν. naranza `πικρό πορτοκάλι΄ (αραβ. ή περσ. προέλ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεράντζι το,
- βλ. νεράντζιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεραντζιά η [nerandzjá] Ο24 : δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των εσπεριδοειδών και που καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό σε δρόμους, πλατείες κτλ.
νεραντζούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. νεραντζέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < νεράντζ(ι) -έα > -ιά· νεραντζ(ιά) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεραντζία, νεραντζιά η,
- βλ. νεραντζέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- νεράντζιον το· νεράντζι· νεράτζι· νεράτζι(ο)ν.
-
- α) Νεράντζι:
- (Καλλίμ. 1746)·
- ωσάν νεράτζι πήγαινε τ’ ανθρώπου το κεφάλι (Διακρούσ. 8922)·
- β) (συνεκδ. προκ. για το δέντρο νεραντζιά):
- μετόχιον … γέμον νερατζών και βερικούκων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1510).
[<αραβ. nārandj (<περσ. narang) με τροπή [a>e] πιθ. από επίδρ του [r] ή και παρετυμ. επίδρ. της λ. νερόν· πβ. βεν. naranza. Η λ. σε σχόλ. (Steph., λ. μήλον, Meursius). Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Ο τ. ‑τζι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑τζιον στο Meursius (στη λ.)]
- α) Νεράντζι:
[Λεξικό Κριαρά]
- Νεράντζιος ο· Νεράτζιος.
-
- Προσωποπ. του ουσ. νεράντζιον:
- Νερατζίου του πρωτοβιστιαρίου (Πωρικ. II 6).
- Προσωποπ. του ουσ. νεράντζιον: