Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεράιδα η [neráiδa] Ο26 : 1.στη λαϊκή μας παράδοση, φανταστικό ον με μορφή νέας και πολύ όμορφης γυναίκας, που ζει μακριά από κατοικημένους τόπους: Όμορφη σαν ~. 2. (μτφ.) πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα.
νεραϊδούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. *νεράιδα (πρβ. μσν. νεράδα) < *νεραΐδα με διφθογγοπ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. Νηρηΐς, αιτ. -ΐδα (Νηρηΐδες: κόρες του θεού Νηρέα) παρετυμ. νερό· νεράιδ(α) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεράιδα η· αναράδα· ανεράιδα· νεράδα.
-
- 1) Νεράιδα:
- οι ανεράιδες και τα στοιχειά (Θησ. ΙΆ [203])·
- (προκ. για διακοσμητική παράσταση, στον τ. νεράδα):
- υφάπλωμα σωληνωτόν με τας χρυσάς νεράδας (Διγ. Esc. 1685· 1653).
- 2)
- α) Πανέμορφη κοπέλα:
- μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη (Ερωτόκρ. Β́ 192)·
- β) (ως προσφών.):
- … νεράιδες μου, γλυκοχαιρετιστείτε (Στάθ. Γ́ 504· Πανώρ. Γ́ 554)·
- γ) (προκ. να δηλωθεί αγαπημένο γυναικείο πρόσωπο):
- ως πεθυμά η νεράιδα μου (Πανώρ. Β́ 470).
- α) Πανέμορφη κοπέλα:
[<αρχ. ουσ. Νηρηΐς, πληθ. ‑ΐδες (ίσως από τ. *Νηραΐδες) με παρετυμ. επίδρ. του ουσ. νερόν (Ν.Γ. Πολίτης, ΛΑ 5, 17-80, ιδ. 22). Τ. νεραγίδα το 15. αι. (Καναβούτσης, αυτ. 19). Οι τ. αναράδα, ανεράιδα (Somav.), νεράδα (Meursius), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (αυτ. 18-9). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Νεράιδα: