Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεποτισμός ο [nepotizmós] Ο17 : η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που δίνει σε κπ. η θέση που κατέχει, για να εξασφαλίσει σε συγγενείς και φίλους αξιώματα, δημόσιες θέσεις κτλ.· (πρβ. οικογενειοκρατία): Mε την ευνοιοκρατία και το νεποτισμό καταργείται κάθε έννοια αξιοκρατίας.
[λόγ. < γαλλ. népotisme < ιταλ. nepotismo `εύνοια προς τους ανεψιούς, νεποτισμός΄ (-isme, -ismo = -ισμός)]