Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεοφιλελεύθερος -η -ο [neofileléfθeros] Ε5 : α.που είναι οπαδός του νεοφιλελευθερισμού: ~ πολιτικός και ως ουσ. ο νεοφιλελεύθερος. β. που στηρίζεται στο νεοφιλελευθερισμό: Nεοφιλελεύθερη πολιτική.
[λόγ. νεο- + φιλελεύθερος μτφρδ. γαλλ. néo-libéral (néo- = νεο-)]