Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεοσύστατος -η -ο [neosístatos] Ε5 : (λόγ.) που έχει ιδρυθεί πρόσφατα: ~ σύλλογος. Nεοσύστατο κόμμα / κράτος.
[λόγ. < ελνστ. νεοσύστατος `πρόσφατα σχηματισμένος΄]