Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεοσσιά η· νοσσία· νοσσιά.
-
- Φωλιά νεοσσών:
- (Φυσιολ. B 94)·
- έκφρ. η μεγαλότατη νοσσιά της Λήδας = ο έναστρος ουρανός (πβ. S. Battaglia, Teseida, σ. 289 σημ.):
- (Θησ. Ί [11]).
[αρχ. ουσ. νεοσσιά - νοσσιά. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Φωλιά νεοσσών: