Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεορεαλισμός ο [neorealizmós] Ο17 : ανανεωμένη μορφή του ρεαλισμού. || ρεύμα του ιταλικού κινηματογράφου που εμφανίστηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
[λόγ. < γαλλ. néo-réalisme < néo- = νεο- + réalisme = ρεαλισμός]