Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεομάρτυρας ο [neomártiras] Ο5 : επίσημος εκκλησιαστικός χαρακτηρισμός χριστιανού, που πέθανε κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, με μαρτυρικό θάνατο, γιατί αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του και να εξισλαμιστεί.
[λόγ. νεο- + μάρτυς > μάρτυρας (πρβ. ελνστ. νεομάρτυς `πρόσφατος μάρτυρας΄)]