Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεολιθικός -ή -ό [neoliθikós] Ε1 : (αρχαιολ.) α. νεολιθική εποχή, στην προϊστορία, η τελευταία από τις τρεις φάσεις της εποχής του λίθου, κατά την οποία ο άνθρωπος τελειοποίησε την κατεργασία της πέτρας. β. που ανήκει ή που αναφέρεται στη νεολιθική εποχή: ~ πολιτισμός. Nεολιθικοί οικισμοί στην Ελλάδα. Nεολιθικά εργαλεία. H νεολιθική Ελλάδα.
[λόγ. < γαλλ. néolithique < néo- = νεο- + lithique < αρχ. λίθ(ος) -ique = -ικός]