Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεοζηλανδικός -ή -ό [neozilanδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Nέα Zηλανδία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Nεοζηλανδική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. Nέ(α) -ο- Zηλαν δ(ία) -ικός, Nέα Zηλανδία: μτφρδ. αγγλ. New Zealand]