Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεογνό το [neoγnó] Ο38 : βρέφος ή ζώο νεογέννητο.
[λόγ. εν. < αρχ. τά νεογνά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. νεογνός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεογνολογία η [neoγnolojía] Ο25 : κλάδος της παιδιατρικής που ασχολείται με τα νεογνά.
[λόγ. νεογν(όν) -ο- + -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεογνολογικός -ή -ό [neoγnolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νεογνολογία ή με το νεογνολόγο.
[λόγ. νεογνολόγ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεογνολόγος ο [neoγnolóγos] Ο18 θηλ. νεογνολόγος [neoγnolóγos] Ο35 : παιδίατρος ειδικός στα νεογνά.
[λόγ. νεογν(όν) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεογνός, επίθ.
-
- Νεογέννητος·
- (προκ. για ζώο, εδώ) μικρός σε ηλικία, νεαρός:
- ίππον … νεογνόν (Βίος Αλ. 2065).
- (προκ. για ζώο, εδώ) μικρός σε ηλικία, νεαρός:
[αρχ. επίθ. νεογνός. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ. (‑ό)]
- Νεογέννητος·