Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεογνικός -ή -ό [neoγnikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νεογνό: ~ ίκτερος. Nεογνική θνησιμότητα.
[λόγ. νεογν(όν) -ικός μτφρδ. γαλλ. néo-natal (néo- = νεο-)]