Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεογέννητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νεογέννητος, επίθ.
  • Που έχει γεννηθεί πρόσφατα:
    • νεογέννητα βρέφη (Χριστ. διδασκ. 146).

[<επίθ. νέο (<επίθ. νέος) + γεννώ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεογέννητος -η -ο [neojénitos] Ε5 : 1.(για έμψ.) που μόλις γεννήθηκε (για χρονικό διάστημα λίγων ημερών): H νεογέννητη κόρη μου. Tο νεογέννητο γατάκι. || (ως ουσ.) το νεογέννητο, βρέφος έως ενός μηνός· νεογνό. 2. (για αφηρ. ουσ.) νεοσύστατος: Ο Iωάννης Kαποδίστριας κυβέρνησε το νεογέννητο ελληνικό κράτος.

[λόγ.: 1: μσν. νεογέννητος < νεο- + γεννη- (γεννώ) -τος· 2: σημδ. γαλλ. nouveau-né]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες