Παράλληλη αναζήτηση
84 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεο- [neo] & νεό- [neó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. δηλώνει ότι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. νιο-): ~γέννητος, ~δίδακτος, ~σύστατος, ~φώτιστος, νεόχτιστος· νεόνυμφοι· νεοφερμένος. 2. δηλώνει τη μεταγενέστερη φάση του φιλοσοφικού, θρησκευτικού ή άλλου ρεύματος που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~θετικισμός, ~μαρξισμός, ~ρεαλισμός, ~φασισμός· ~ορθόδοξος. 3. σε λέξεις κυρίως επιστημονικές ή γενικότερα ειδικού λεξιλογίου για να δηλώσει το νεότερο στάδιο μιας διαβάθμισης: ~λιθικός, σε αντιδιαστολή προς τις ιστορικές υποδιαιρέσεις με α' συνθετικό: παλαιο-, μεσο- 1.
[λόγ.: 1: αρχ. νεο- θ. του επιθ. νέο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νεό-πλουτος, ελνστ. νεο-φώτιστος· 2, 3: διεθ. neo- `νέας, πρόσφατης μορφής΄ < αρχ. νεο-: νεο-λογία, νεο-πλατωνισμός, νεο-λιθικός < γαλλ. néologie, néoplatonisme, néolithique, νεο-μυκίνη < διεθ. neo- + mycin]
- νεοαποικιοκρατία η [neoapikiokratía] Ο25 : νέα μορφή αποικιοκρατίας, με την οποία μια μεγάλη δύναμη αποκτά οικονομική και πολιτική επιρροή σε οικονομικά αδύνατες χώρες.
[λόγ. νεο- + αποικιοκρατία μτφρδ. γαλλ. néo-colonialisme (néo- = νεο-)]
- νεόγαμβρος ο· νεόγαμπρος.
-
- Αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα:
- (Παράφρ. Χων. 677), (Συναδ. φ. 54v).
[<επίθ. νέος + ουσ. γαμβρός. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. Τ. νιόγαμπρος στο Βλάχ. (λ. νειό‑) και σήμ. Η λ. στο Steph.]
- Αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα:
- νεογενής, επίθ.
-
- Που μόλις δημιουργήθηκε· νέος, καινούργιος (εδώ σε ιδιάζ. χρ. προκ. για φωτιά):
- οι γηγενείς … άπτουσι νεογενές πυρ εκ σιδήρων (Μάρκ., Βουλκ. 3431).
[αρχ. επίθ. νεογενής]
- Που μόλις δημιουργήθηκε· νέος, καινούργιος (εδώ σε ιδιάζ. χρ. προκ. για φωτιά):
- νεογέννητος, επίθ.
-
- Που έχει γεννηθεί πρόσφατα:
- νεογέννητα βρέφη (Χριστ. διδασκ. 146).
[<επίθ. νέο‑ (<επίθ. νέος) + γεννώ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]
- Που έχει γεννηθεί πρόσφατα:
- νεογέννητος -η -ο [neojénitos] Ε5 : 1.(για έμψ.) που μόλις γεννήθηκε (για χρονικό διάστημα λίγων ημερών): H νεογέννητη κόρη μου. Tο νεογέννητο γατάκι. || (ως ουσ.) το νεογέννητο, βρέφος έως ενός μηνός· νεογνό. 2. (για αφηρ. ουσ.) νεοσύστατος: Ο Iωάννης Kαποδίστριας κυβέρνησε το νεογέννητο ελληνικό κράτος.
[λόγ.: 1: μσν. νεογέννητος < νεο- + γεννη- (γεννώ) -τος· 2: σημδ. γαλλ. nouveau-né]
- νεογιλός ο [neojilós] Ο17 : (ανατ.) καθένα από τα προσωρινά δόντια των παιδιών· γαλαξίας 2. || (ως επίθ.): Nεογιλοί οδόντες.
[λόγ. < ελνστ. νεογιλός, αρχ. σημ.: `νεογέννητος΄]
- νεογνικός -ή -ό [neoγnikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νεογνό: ~ ίκτερος. Nεογνική θνησιμότητα.
[λόγ. νεογν(όν) -ικός μτφρδ. γαλλ. néo-natal (néo- = νεο-)]
- νεογνό το [neoγnó] Ο38 : βρέφος ή ζώο νεογέννητο.
[λόγ. εν. < αρχ. τά νεογνά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. νεογνός]
- νεογνολογία η [neoγnolojía] Ο25 : κλάδος της παιδιατρικής που ασχολείται με τα νεογνά.
[λόγ. νεογν(όν) -ο- + -λογία]