Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεκρώσιμος, επίθ.
-
- Που αναφέρεται στο νεκρό:
- να ψάλλουσι τον νεκρώσιμον κανόνα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 175).
[<ουσ. νέκρωσις + κατάλ. ‑ιμος. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Που αναφέρεται στο νεκρό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκρώσιμος -η -ο [nekrósimos] Ε5 : που αναφέρεται σε νεκρό: Nεκρώσιμη ακολουθία / νεκρώσιμα τροπάρια, που ψάλλονται κατά την κηδεία. || (ως ουσ.) το νεκρώσιμο, έντυπο αγγελτήριο κηδείας, που τοιχοκολλείται.
[λόγ. < ελνστ. νεκρώσιμος]