Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκρώνω [nekróno] -ομαι Ρ1 : 1α.(βιολ.) προκαλώ την καταστροφή ιστών ή κυττάρων ενός ζωντανού οργανισμού: Nεκρώθηκε ο καρδιακός μυς. Nεκρωμένο δέρμα. β. δεν επιτρέπω την ανάπτυξη, την παρουσία ζωής: H Mεσόγειος κινδυνεύει να νεκρωθεί. 2. (μτφ.) α. (για αισθήσεις ή συναισθήματα) εμποδίζω κτ. να εκδηλωθεί, να υπάρξει, το καταστέλλω εντελώς: Ξυπνούν οι νεκρωμένες αισθήσεις. ~ τα πάθη / τις αμαρτωλές επιθυμίες μου. β. χάνω το χρώμα μου και μένω ακίνητος σαν νεκρός από φόβο ή ταραχή· παγώνω5, κερώνω2: Mπροστά στο τρομερό θέαμα όλοι νέκρωσαν. γ. κάνω κτ. να διακόψει τελείως κάθε δραστηριότητα, κάθε κίνηση: H παγωνιά νέκρωσε την πόλη. || διακόπτω κάθε δραστηριότητα: Tα λιμάνια νέκρωσαν από την απεργία. Nέκρωσε η αγορά, δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση. δ. διακόπτω τη λειτουργία ενός τεχνολογικού οργάνου: Οι τηλεφωνικές συσκευές νεκρώθηκαν λόγω βλάβης.

[λόγ. < αρχ. νεκρ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. nécroser < nécrose (δες στο νέκρωση)]

[Λεξικό Κριαρά]
νεκρώνω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Θανατώνω, σκοτώνω· προκαλώ το θάνατο κάπ.:
          • δράκοντας γαρ και λέοντας … ενέκρωνεν (Αχιλλ. (Smith) N 1645· Ιμπ. (Legr.) 352
        • β) (μεταφ.):
          • ελέησεν τόν ενέκρωσεν, ωραία μου, το πιττάκιν (Λίβ. Sc. 696
        • γ) αφαιρώ προσωρινά τις αισθήσεις κάπ. με μάγια, κάνω κάπ. να φαίνεται νεκρός:
          • ιδέ το δακτυλίδιν, τό ενέκρωσεν τον Λίβιστρον (Λίβ. Sc. 1758).
      • 2)
        • α) Παραλύω, αμβλύνω τις αισθήσεις· κάνω κάπ. να μην μπορεί να αντιδράσει:
          • ο τόσος πόνος … νεκρώνει το κορμίν σου (Λίβ. N 2964
          • (σε μεταφ.):
            • η μέθη … τον άνθρωπον νεκρώνει τον (Ιστ. Βλαχ. 2088
          • (μεταφ.):
            • τον ισχυρόν αυθέντην βλέμμαν απλώς ερωτικόν ενέκρωσεν (Καλλίμ. 1119
          • φρ. νεκρώνει η ψυχή μου = παραλύω, «παγώνω»:
            • (Χρον. Τόκκων 2823
        • β) προκαλώ απώλεια της συνείδησης:
          • νεκρώνουνται (ενν. οι μέθυσοι), ξυλώνουνται (Ιστ. Βλαχ. 2121).
      • 3) Προκαλώ τον πνευματικό θάνατο κάπ.:
        • Άστατος ένι (ενν. η όρεξις), … νεκρώνει την ψυχήν σου (Αλφ. (Μπουμπ.) I 63).
      • 4) (Μεταφ.) απονεκρώνω:
        • νεκρώνοντας τα μέλη σου τα επί της γης γίνεσαι ιερεύς του κλήρου του αγίου (Πηγά, Χρυσοπ. 296 (10)).
      • 5) Καταστρέφω:
        • τριγωνοχάλαζον που πέσει εις το χωράφιν και να νεκρώσει στάχυας (Παρασπ., Βάρν. C 258).
    • Β́ (Αμτβ.) πεθαίνω, ξεψυχώ:
      • Θέλεις … να νεκρώσει το παιδί, να ξεψυχήσει ομπρός σου; (Θυσ. 344).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Πεθαίνω:
        • απέμεινεν … άφαγος, άπιος …, φαίνει με να νεκρώθην (Ιμπ. 678
        • (σε σχ. υπαλλαγής):
          • αδικιά, Ρωτόκριτε, … να νεκρωθού έτοια κάλλη (Ερωτόκρ. Έ 1044
      • β) (μεταφ.):
        • ενεκρώθησε ψυχή μου εκ την οδύνην (Λίβ. P 992).
    • 2) Λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου:
      • πίπτει εις την γην, νεκρώνεται (Φλώρ. 991).
    • 3) Παραλύω, δεν μπορώ να αντιδράσω:
      • μόνο να το θυμηθώ … νεκρώνουνται τα μέλη μου (Ερωτόκρ. Ά 926).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) νεκρός:
      • νεκρωμένο κορμί (Ερωφ. Έ 137
    • β) (μεταφ.):
      • την ελπίδα μου θωρώ σβηστή και νεκρωμένη (Ροδολ. Δ́ 20).

[<νεκρώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες