Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκρόπολη η [nekrópoli] Ο33 : 1.περιοχή αρχαίας πόλης που τη χρησιμοποιούσαν ως νεκροταφείο, όπως π.χ. ο Kεραμεικός στην αρχαία Aθή να. 2. κατεστραμμένη και ερημωμένη πόλη: H Πομπηία είναι μια απέραντη ~.
[λόγ. < γαλλ. nécropole ή ιταλ. necropoli (στη νέα σημ.) < ελνστ. νεκρόπολις (όν. προαστίου της Aλεξάνδρειας) (-ις > -η)]