Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκροφόρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροφόρα η [nekrofóra] Ο26 : 1.αυτοκίνητο κατάλληλα διασκευασμένο για τη μεταφορά του φερέτρου με το νεκρό. 2. (μτφ.) όχημα σε πολύ κακή μηχανική κατάσταση, που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.

[λόγ. ουσιαστικοπ. επίθ. νεκροφόρ(ος) (ενν. άμαξα) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. < νεκρο- + -φόρος (πρβ. ελνστ. νεκροφόρος (αρσ.) `νεκροθάφτης΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες