Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκροφιλία η [nekrofilía] Ο25 : η επιθυμία σεξουαλικά διεστραμμένων ατόμων να συνευρίσκονται με πτώματα.
[λόγ. < γαλλ. nécrophilie < nécro- = νεκρο- + -philie = -φιλία]