Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκροφάνεια η [nekrofánia] Ο27 : κατάσταση κατά την οποία σταματούν οι εξωτερικές εκδηλώσεις της ζωής ενός ατόμου, έτσι ώστε αυτό να φαίνεται νεκρό ενώ δεν είναι.
[λόγ. νεκροφαν(ής) -εια < ελνστ. επίρρ. νεκροφαν(ῶς) `σαν πτώμα΄ -ής (αναδρ. σχημ.)]