Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκροταφείο το [nekrotafío] Ο39 : 1α.περιφραγμένη έκταση όπου θάβουν τους νεκρούς: Xριστιανικό ~, κοιμητήριο. Εβραϊκό / μουσουλμανικό ~. Στρατιωτικό ~. ~ για ζώα. Mαυσωλεία κοσμούν πολλά νεκροταφεία. || (επέκτ., οικ.) ανοιχτός χώρος όπου εγκαταλείπουν άχρηστα αντικείμενα: ~ αυτοκινήτων. β. τόπος όπου έχασαν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι: Tο πεδίο της μάχης έγινε ένα απέραντο ~. 2. (μτφ.) τόπος όπου έχει σταματήσει κάθε κίνηση και δραστηριότητα: Mετά το σεισμό η πόλη μεταβλήθηκε σε ~ / έμοιαζε με ~.
[λόγ. νεκρο- + τάφ(ος) -είον (πρβ. ελνστ. νεκροτάφιον `τάφος΄)]