Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκροπομπός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροπομπός ο [nekropombós] Ο17 : 1.αυτός που μεταφέρει το φέρετρο με το νεκρό στον τόπο της ταφής. 2. (μυθολ.) αυτός που συνόδευε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο, κυρίως ως προσωνυμία του Xάροντα· ψυχοπομπός.

[λόγ. < αρχ. νεκροπομπός (ο θεός Χάρων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες