Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκροκρέβατο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροκρέβατο το [nekrokrévato] Ο41 : (παρωχ., λογοτ.) φέρετρο.

[μσν. νεκροκρέβατον < νεκρο- + κρεβάτ(ι) -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
νεκροκρέβατον το.
  • Είδος κλίνης για τη μεταφορά ενός νεκρού κατά την εκφορά του:
    • με το νεκροκρέβατον … στο μνήμα τον παγαίνει (Αλεξ. 1401).

[<επίθ. νεκρός + ουσ. κρεβάτι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες