Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκροκεφαλή η [nekrokefalí] Ο29 : 1.κρανίο ανθρώπινου σκελετού. || ως σύμβολο: α. πειρατικού πλοίου. β. (σε μπουκάλια με δηλητήρια, σε ηλεκτροφόρα σύρματα κτλ.) θανάσιμου κινδύνου. 2. (μτφ., ειρ.) για φαλακρό και αποστεωμένο κεφάλι ζωντανού.
[λόγ. νεκρο- + κεφαλή]