Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκροθάφτης ο [nekroθáftis] Ο10 : 1.υπάλληλος νεκροταφείου που αναλαμβάνει την ταφή των νεκρών. 2. (μτφ.) ο αίτιος της οριστικής αποτυχίας ενός θεσμού, μιας ιδέας, ενός εγχειρήματος: Έγινε ο ~ της δημοκρατίας / της ανεξαρτησίας της πατρίδας του.
[ελνστ. νεκροθάπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]