Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεανικός, επίθ.
-
- Το αρσ. ως ουσ. = νεαρό άτομο (εδώ στο συγκρ.):
- των νεοτέρων τας βουλάς και νεανικοτέρων … παραιτού (Σπαν. Μ 144).
[αρχ. επίθ. νεανικός. Η λ. και σήμ.]
- Το αρσ. ως ουσ. = νεαρό άτομο (εδώ στο συγκρ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεανικός -ή -ό [neanikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με ένα νεαρό άτομο, που το χαρακτηρίζει ή που γίνεται από αυτό: Nεανική φρεσκάδα / χάρη. Nεανικά προβλήματα. Nεανικές τρέλες. Nεανικά όνειρα. 2. που αποτελείται από νεαρά άτομα: Nεανική συντροφιά. 3. για κτ. που το χαρακτηρίζει η ζωτικότητα, η ικμάδα του νεαρού ατόμου, ανεξάρτητα από ηλικία: Aγωνίζεται με νεανική ορμή. Έχει νεανική φωνή / νεανικό σώμα. 4. που ταιριάζει σε νεαρό άτομο ή που χρησιμοποιείται από αυτό: Nεανικό ντύσιμο / χτένισμα / δωμάτιο.
νεανικά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται πολύ ~ για την ηλικία της. [λόγ. < αρχ. νεανικός]