Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεανίσκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νεανίσκος ο.
  • 1) Νεαρός άντρας:
    • (Χειλά, Χρον. 348).
  • 2) Προκ. για νεαρό γεράκι:
    • (Ιερακοσ. 34322).

[αρχ. ουσ. νεανίσκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες