Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεανίας ο [neanías] Ο3 : (λόγ.) νεαρό αγόρι, νεαρός.
νεανίσκος ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. νεανίας· λόγ. < αρχ. νεανίσκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεανίας ο.
-
- 1) Νεαρός άνδρας, νέος:
- (Ανακάλ. 115).
- 2) Παλληκάρι, νεαρός πολεμιστής (πβ. άγουρος (II) 2):
- (Δούκ. 2291).
- Η λ. ως κύρ. όν.:
- (Αλεξ. 1049).
[αρχ. ουσ. νεανίας. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Νεαρός άνδρας, νέος: