Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεάργυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεάργυρος ο [neárjiros] Ο19 : κράμα από νικέλιο, χαλκό και ψευδάργυρο· αλπακάς.

[λόγ. νε(ο)- + άργυρος μτφρδ. γερμ. Neusilber]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες