Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναύτης ο [náftis] Ο10 : α.αυτός που ανήκει στο πλήρωμα εμπορικού πλοί ου και που εργάζεται κάτω από τις διαταγές αξιωματικού: Mαθητευόμενος ~. ~ με πτυχίο ειδικότητας. Ο Οίκος του Nαύτη. β. η κατώτερη βαθμίδα στο πολεμικό ναυτικό και αυτός που υπηρετεί σε αυτή τη βαθμίδα: Nαύτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί. Yπηρετώ τη θητεία μου ως ~.
ναυτάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ναύτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- ναύτης ο· νάπτης.
-
- Ναύτης:
- (Ερωτόκρ. Β́ 555).
[αρχ. ουσ. ναύτης. Ο τ. στο Meursius. Η λ. και σήμ.]
- Ναύτης: