Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναύλωση η [návlosi] Ο33 : η σύμβαση με την οποία δίνεται σε κπ. το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ένα σκάφος ή αεροσκάφος έναντι χρηματικού ποσού, για ορισμένο χρόνο και για ορισμένο σκοπό.
[λόγ. < ελνστ. ναύλω(σις) -ση]