Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναύλα τα [návla] Ο39 : το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο επιβάτης οποιουδήποτε συγκοινωνιακού μέσου· (πρβ. ναύλος): Πόσα είναι τα ~ με το καράβι / με το τρένο / με το αεροπλάνο; Θα σου κάνω εγώ τα ~, θα σου τα πληρώσω. Δεν έχει να πληρώσει ούτε τα ~ του (στο λεωφορείο), είναι τελείως αδέκαρος.
[ελνστ. ναῦλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυλαγορά η [navlaγorá] Ο24 : α.ο τόπος όπου συνάπτονται συμφωνίες για ναυλώσεις. β. η γενική κατάσταση στον τομέα των ναυλώσεων, που επικρατεί σε ένα δεδομένο χώρο και χρόνο.
[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + αγορά]