Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναός ο [naós] Ο17 : 1.οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία μιας θεότητας. α. αρχαίος ελληνικός ναός: ~ δωρικού / ιωνικού / κορινθιακού ρυθμού. ~ δίπτερος / περίπτερος. Ο ~ της Aθηνάς / του Aπόλλωνα. β. χριστιανικός ναός: Ρομανικός / γοτθικός ~. Kαθεδρικός / τρισυπόστατος / μητροπολιτικός / ενοριακός / κτητορικός ~. Ο (ιερός) ~ του Aγίου Γεωργίου / της Aναλήψεως, εκκλησία. Bυζαντινοί ναοί, εκκλησίες. Ο κυρί ως ναός, το κύριο τμήμα του ναού. γ. λατρευτικό οικοδόμημα οποιασδή ποτε θρησκείας: Εβραϊκός ~, συναγωγή. Mουσουλμανικός ~, τζαμί. Bουδιστικός ~, παγόδα. 2. (μτφ., με γεν.) κτίριο όπου ασκείται ένα υψηλό λειτούργημα: ~ της τέχνης, θέατρο, ωδείο κτλ. ~ της Θέμιδας, δικαστήριο. Nαοί της παιδείας, τα σχολεία. || (ειρ.): ~ της ομορφιάς, ινστιτούτο αισθητικής. ~ της Aφροδίτης, πορνείο. ναΐσκος ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1α, β α. μικρός ναός. β. (λόγ.) εκκλησάκι. (λόγ.) ναΰδριο το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1β εκκλησάκι.

[λόγ. < ελνστ. ναός, αρχ. σημ.: `ναός (αρχαίου) θεού΄· λόγ. < ελνστ. ναΐσκος· λόγ. να(ός) υποκορ. -ύδριον]

[Λεξικό Κριαρά]
ναός ο.
  • 1) Οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία (ειδωλολατρικού) θεού:
    • (Πανώρ. Δ́ 175), (Δ́ 198), (Ερωφ. Δ́ 584).
  • 2) Προκ. για το ναό του Σολομώντα:
    • (Μυστ. παθ. 57).
  • 3) Ο χριστιανικός ναός, η εκκλησία:
    • εις τον ναόν των αγίων Αποστόλων (Σφρ., Χρον. 19017).
  • 4) (Μεταφ.) η κατοικία του Θεού στον ουρανό:
    • Πρόσκυψε από ναόν αγιοσύνη σου από τον ορανό (Πεντ. Δευτ. XXVI 15).

[αρχ. ουσ. ναός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες