Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναφθαλίνη η [nafθalíni] Ο30 : στερεά, λευκή, κρυσταλλική ουσία με δυνατή μυρωδιά, που προέρχεται από την πίσσα του ορυκτού άνθρακα και που τη χρησιμοποιούν κυρίως για να προστατεύουν τα μάλλινα από το σκόρο. ΦΡ βγάζω κπ. ή κτ. από τη ~, χρησιμοποιώ πάλι κπ. ή κτ. που για πολύν καιρό το(ν) είχα παραμερισμένο.
[λόγ. < γαλλ. naphtaline < ελνστ. νάφθα -l- + -ine = -ίνη]