Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυτολογώ [naftoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.προσλαμβάνω ένα ναυτικό στην υπηρεσία εμπορικού πλοίου: Nαυτολογήθηκε σε ξένο καράβι. 2. στρατολογώ ναύτη στο πολεμικό ναυτικό.
[λόγ. < ελνστ. ναυτολογῶ `παίρνω επιβάτες΄ κατά τη σημ. της λ. ναυτολογία]