Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυτιλιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτιλιακός -ή -ό [naftiliakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ναυτιλία: Nαυτιλιακή εταιρεία. Nαυτιλιακό γραφείο. Nαυτιλιακά έγγραφα, τα επίσημα έγγραφα και βιβλία του πλοίου.

[λόγ. ναυτιλί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες