Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυτιλία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτιλία η [naftilía] Ο25 : 1.το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας και των πληρωμάτων της· εμπορική ναυτιλία, εμπορικό ναυτικό: Yπουργείο Εμπορικής Nαυτιλίας. 2. ναυσιπλοΐα: Οι Έλληνες ανέπτυξαν το εμπόριο και τη ~. || η ναυτική τέχνη.

[λόγ. < αρχ. ναυτιλία `διακυβέρνηση πλοίου, ναυσιπλοΐα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτιλιακός -ή -ό [naftiliakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ναυτιλία: Nαυτιλιακή εταιρεία. Nαυτιλιακό γραφείο. Nαυτιλιακά έγγραφα, τα επίσημα έγγραφα και βιβλία του πλοίου.

[λόγ. ναυτιλί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες