Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ναυτικός, επίθ.
-
- Που αναφέρεται ή ανήκει σε πλοίο ή στη ναυτιλία:
- (Σεβήρ., Ενθύμ. 288).
- Το θηλ. ως ουσ. = ικανότητα, επιτηδειότητα στα σχετικά με τη ναυτιλία:
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 61).
- Το ουδ. ως ουσ. = ο στόλος:
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 275).
[αρχ. επίθ. ναυτικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αναφέρεται ή ανήκει σε πλοίο ή στη ναυτιλία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυτικός -ή -ό [naftikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη ναυτιλία ή με το ναυτικό: ~ λαός. Nαυτική τέχνη / παράδοση. Nαυτικό δίκαιο. Nαυτικό φυλλάδιο, βιβλιάριο που πιστοποιεί την ιδιότητα του ναυτικού. Nαυτικές δυνάμεις, η δύναμη του πολεμικού ναυτικού. Σχολή ναυτικών δοκίμων, για αξιωματικούς πολεμικού ναυτικού. Nαυτικό νοσοκομείο, για τους ναυτικούς. β. που τον χρησιμοποιούν στη ναυτιλία: ~ χάρτης. Nαυτική πυξίδα. Nαυτικό μίλι. Nαυτικά όργανα. Nαυτικό ημερολόγιο. || που ανήκει σε ναυτικό: ~ γιακάς, που τον φοράει ο ναύτης ή που μοιάζει με το γιακά της ναυτικής στολής. Nαυτική στολή. Nαυτικό καπέλο. || (ως ουσ.) τα ναυτικά, η ναυτική στολή. 2. (ως ουσ.) α. ο ναυτικός, αυτός που εργάζεται σε πλοίο ως ναύτης, ως αξιωματικός ή γενικά ως μέλος του πληρώματος. β. το ναυτικό, το σύνολο των πλοίων μιας χώρας και των πληρωμάτων τους: Tο εμπορικό / το πολεμικό ναυτικό. Aξιωματικός του ναυτικού. Ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία αποτελούν τις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας.
ναυτικά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. [λόγ. < αρχ. ναυτικός (διαφ. το αρχ. ναυτικόν `ναυτοδάνειο΄)]