Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυταπάτη η [naftapáti] Ο30 : δόλια βλάβη σε πλοίο ή σε φορτίο εμπορικού πλοίου, που προκαλείται από μέλος του πληρώματος.
[λόγ. ναυτ(ο)- + απάτη]