Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυτίλος 1 ο [naftílos] Ο18 : (ζωολ.) μαλάκιο που το σώμα του καλύπτεται από ένα σπειροειδές όστρακο, χωρισμένο σε πολλούς θαλάμους.
[λόγ. < νλατ. nautilus (στη νέα σημ., μαλάκιο του Ειρηνικού) < αρχ. ναυτίλος `μαλάκιο με υμένα σαν πανί΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυτίλος 2 ο : (παρωχ., λογοτ.) ο ναυτικός.
[λόγ. < αρχ. ναυτίλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυτίλος 3 ο : σύνθετο όργανο γυμναστικής.
[λόγ. < ναυτίλος 1(;)]