Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυσιπλοΐα η [nafsiploía] Ο25 : η μετακίνηση ή η μεταφορά από έναν τόπο σε άλλο με πλοίο: H ~ στη Mεσόγειο. Ελεύθερη ~. Xάρτες / οδηγίες ναυσιπλοΐας. || η πρακτική και η τεχνική του πλου.
[λόγ. < αρχ. ναυσι- (ναῦς) + -πλοΐα κατά το ελνστ. ταχυπλοΐα]